- καμπίσιος, -ια, -ιο
- αυτός που προέρχεται από τον κάμπο, πεδινός: Αυτή είναι καμπίσια γυναίκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βουνίσιος, -ια, -ιο — αντίθ. καμπίσιος ο ορεινός: Χρειαζόμαστε βουνίσιο αέρα για αναζοωγόνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατωμερίτης, -ισσα, -ικο — που κατάγεται από τα πεδινά μέρη, καμπίσιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)